- τρίστιχοι
- τρίστιχοςthree-rowmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίστιχος — η, ο / τρίστιχος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για ποίημα ή στροφή ποιήματος) αυτός που αποτελείται από τρεις στίχους 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίστιχο ποίημα ή στροφή ποιήματος από τρεις στίχους μσν. αρχ. αυτός που απαρτίζεται από τρεις σειρές (α.… … Dictionary of Greek